Dictionary of Greek. 2013.
σχόλασμα — σχόλασμα, το και σκόλασμα, το, ατος παύση ή διακοπή εργασίας ή μαθήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκόλασμα — το, Ν βλ. σχόλασμα … Dictionary of Greek